λαγόνιο οστό

λαγόνιο οστό
Πεπλατυσμένο οστό στην πύελο, στο οποίο αναγνωρίζονται πτέρυγα και το σώμα. Το λ. μαζί με το ισχιακό και το ηβικό οστό ενώνονται αρχικά με συγχόνδρωση και αργότερα με συνοστέωση και σχηματίζουν το ανώνυμο οστό της λεκάνης που φέρει την κοτύλη, όπου αρθρώνεται το μηριαίο οστό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ηβικό οστό — Ένα από τα τρία οστά που ενώνονται μεταξύ τους με χόνδρο και γύρω στο εικοστό έτος της ηλικίας συνοστεώνονται, απαρτίζοντας έτσι το ανώνυμο οστό της λεκάνης. Τα δύο άλλα οστά ονομάζονται λαγόνιο και ισχιακό …   Dictionary of Greek

  • ιερολαγόνιος — α, ο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ιερό και στο λαγόνιο οστό («ιερολαγόνια άρθρωση»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)* + λαγόνιον. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Λουκά Παπαϊωάννου] …   Dictionary of Greek

  • λαγόνιος — α, ο [λαγών] ανατ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις λαγόνες (α. «λαγόνιος βόθρος» β. «λαγόνιο οστό» γ. «λαγόνιος μυς») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”